Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Εντουάρντο Γκαλεάνο πέρασε ένας χρόνος από το φευγιό του

Εδουάρδο Γκαλεάνο: Ένας σύγχρονος Μπολιβάρ
«Σε κάποιο σημείο του χρόνου ο κόσμος ήταν γκρίζος. Χάρη στους Ινδιάνους Ishir, οι οποίοι έκλεψαν το χρώμα από τους θεούς, τώρα ο κόσμος λάμπει και τα χρώματα του κόσμου χρωματίζουν ζωηρά τα μάτια που τα βλέπουν».«Δεν γνωρίζω σε ποιο λογοτεχνικό είδος ανήκει η δική μου φωνή…» έγραφε ο Εδουάρδο Γκαλεάνο στον πρόλογο του συγγράμματός του «Μνήμη της φωτιάς» και συμπλήρωνε: Δεν ξέρω αν είναι μυθιστόρημα, δοκίμιο, έπος, μαρτυρία, χρονικό. «Δεν με πολυαπασχολεί ο χαρακτηρισμός. Δεν πιστεύω στα σύνορα που, σύμφωνα με τους τελωνοφύλακες της λογοτεχνίας, καθορίζουν τα είδη».
Στις 13 Απριλίου, ημέρα που πέθανε ο Ουρουγουανός συγγραφέας, η παγκόσμια λογοτεχνία έχασε μεν μια δεσπόζουσα μορφή της, αλλά οι αδύναμοι και οι «ελάσσονες» αυτού του κόσμου χάσανε κάτι παραπάνω, τη φωνή τους.


Ο Γκαλεάνο θέλησε να ξαναβρεί η Ιστορία «την ανάσα, την ελευθερία και τον λόγο της». Στο πλαίσιο του σημερινού θρυμματισμένου κόσμου, στο οποίο το ατομικό ξεπερνά το συλλογικό και το εμείς εξανεμίζεται μπροστά στο εγώ, επέμενε να γράφει και να μιλάει για τις μεγάλες σιωπές της Ιστορίας. Χωρίς ίχνος δογματισμού, έστρεφε το βλέμμα του στους καταπιεσμένους και τους μεγάλους ηττημένους της Ιστορίας, σε εκείνους που θεωρούσε ότι αποτελούσαν την έμπνευσή του.

Ήταν ένας συγγραφέας παγκόσμιας απήχησης και επιρροής. Η πένα του ήταν βγαλμένη από τις ανοιχτές πληγές της Ιστορίας. Η σκέψη του δεν περιοριζόταν στο να αντιμετωπίζει ως παγιωμένα, ψυχρά και στατικά τα αντικείμενα της Ιστορίας, αλλά οι συλλήψεις του ήταν βγαλμένες από τη φωτιά και τη θερμότητα του σύγχρονου γίγνεσθαι, από τη ζώσα ιστορία.

Ο Ουρουγουανός συγγραφέας πρόλαβε να αφήσει πίσω του, εκτός από μια σειρά σημαντικών έργων, κάτι περισσότερο. Κατάφερε να αποτυπώσει με την ματιά του τις πολλαπλές πτυχές του ιστορικού βιώματος των απλών ανθρώπων και συνέβαλε στη διάσωση της λεηλατημένης μνήμης της Αμερικής.

Ο ίδιος γνώριζε καλά ότι ο άνθρωπος είναι «φτιαγμένος» να θυμάται, όπως και να ξεχνάει άλλωστε. Ήξερε, επίσης, ότι η μνήμη είναι πάντοτε επιλεκτική. Η συλλογική, κυρίως, μνήμη. Από τα έργα του διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ανήκουμε στο μέλλον επειδή ακριβώς έχουμε παρελθόν.

«Εγώ δεν είμαι ιστορικός» δήλωνε. Πράγματι, με τη στενή έννοια του όρου, όπου η ιστορική μελέτη και καταγραφή περιορίζεται στα επιστημονικά σπουδαστήρια και τα μουσεία, ακίνητη, κούφια και βουβή, όπως υπογράμμιζε και ο ίδιος, ο Γκαλεάνο ήταν ξένος ως προς αυτή. Αναζητώντας την εγκυρότητα και τη χρησιμότητά της στον ανοιχτό χώρο της δημόσιας σφαίρας, επέστρεφε στα ίχνη της Ιστορίας που χάθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Ερευνούσε τα χνάρια του παρελθόντος με την αφή και την οσμή…

Αντιλαμβανόταν την Ιστορία ως στοιχείο της συνείδησης των ανθρώπων που γνωρίζουν ότι το παρελθόν ναι μεν επαλήθευσε μια εκδοχή των πραγμάτων, περιέχει όμως μέσα του πολλές περισσότερες. Εκδοχές που ηττήθηκαν ή διαψεύστηκαν κι άλλες που δεν κατάφεραν ποτέ να αποτυπωθούν γιατί δεν επικράτησαν.

Ο ίδιος γνώριζε καλά πως την Ιστορία τη γράφουν πάντα οι νικητές και για τον λόγο αυτό έχει μια πολιτική ιδιοτέλεια και μια λειτουργία δικαίωσης. Αντικρίζοντας τα γεγονότα μέσα στον χρόνο να σκεπάζονται όλο και περισσότερο από το πέπλο των αποσιωπήσεων και τη σκόνη της λησμονιάς, ώστε η αλήθεια να φαντάζει ως αντεστραμμένο είδωλο της πραγματικότητας. Ο Γκαλεάνο έπιανε το νήμα από την αρχή, ξαναγράφοντας για τον κόσμο από την «ανάποδη». «Η διαφορετικότητα περνάει μέσα από τη διαφορά των πιθανών σκοπιών» έλεγε ο ίδιος για να δούμε την διαφορετικότητα με άλλο μάτι και πρόσθετε πως «από τη σκοπιά του Νότου, το καλοκαίρι του Βορρά είναι χειμώνας. Και από τη σκοπιά ενός σκουληκιού ένα πιάτο μακαρόνια είναι κραιπάλη. Εκεί όπου οι Ινδοί βλέπουν μια ιερή αγελάδα, άλλοι βλέπουν ένα μεγάλο χάμπουργκερ. Από τη σκοπιά του Ιπποκράτη, του Γαληνού, του Μαϊμωνίδη και του Παράκελσου, υπήρχε μια ασθένεια που ονομαζόταν δυσπεψία, αλλά δεν υπήρχε ασθένεια που να ονομάζεται πείνα. Από τη σκοπιά του μπούφου, της νυχτερίδας, του Τσιγγάνου και του κλέφτη, το σούρουπο είναι η ώρα του γεύματος. Η βροχή είναι κατάρα για τον τουρίστα και ευλογία για τον αγρότη. Από τη σκοπιά των Ινδιάνων των νησιών της Καραϊβικής, ο Χριστόφορος Κολόμβος, με το στολισμένο με φτερά καπέλο του και με την κόκκινη βελούδινη μπέρτα του, ήταν ένας «παπαγάλος πρωτόγνωρων διαστάσεων».

Με τη μαγεία του λόγου του και χρησιμοποιώντας λαϊκούς μύθους, ποίηση, αφήγηση και δημοσιογραφία προσέγγιζε το παρελθόν όχι από τη σκοπιά της ουδετερότητας και της δήθεν επιστημονικής προσέγγισης που παρατηρεί τα γεγονότα με τη ματιά του «αντικειμενικού». «Δεν υπάρχει καμιά ουδετερότητα σε αυτή την αφήγηση της Ιστορίας», έλεγε ορθά κοφτά εξ’ αρχής, παίρνοντας το μέρος των ηττημένων. Είχε αντιληφθεί πως ούτε η ουδετερότητα, ούτε η ψυχρή αντίληψη των πραγμάτων ταιριάζει στα ιστορικά γεγονότα. Όπως φαίνεται στα βιβλία του, την Ιστορία τη δημιουργούν οι λαοί, οι τάξεις, τα συμφέροντα, τα τυχαία συμβάντα, οι αστάθμητοι παράγοντες, τα συναισθήματα.

«Ο Γκαλέανο ήταν ένας σύγχρονος Σιμόν Μπολιβάρ που προσπαθούσε να πετύχει με την πένα του ό,τι κι ο απελευθερωτής με το σπαθί του: την ενότητα της ηπείρου του, ενάντια σε παλιές και νέες αυτοκρατορίες» έγραψε αμέσως μετά τον θάνατό του ο συγγραφέας και φίλος τού Γκαλεάνο Ταρίκ Αλί. Κουβαλώντας στους ώμους του, ο Ουρουγουανός συγγραφέας, το ασήκωτο βάρος της Ιστορίας, επιχείρησε, επιτυχώς, να το κατανοήσει και να το κοινωνήσει με τον πολύ κόσμο.

Ξεπερνώντας μια εργαλειακή αντιμετώπιση του παρελθόντος, συνώνυμο άλλων συγγραφέων και ιστορικών, άνοιξε δρόμους προς άλλες κατευθύνσεις για την πολυπόθητη υπόθεση ενός άλλου και καλύτερου κόσμου.

Στους χαλεπούς καιρούς των εξουσιαστικών αφηγήσεων που ζούμε, η λυρικότητα και η μοναδική γραφή του Γκαελάνο θα λείψει. Το έργο του όμως θα συνεχίσει να συντροφεύει τις ανησυχίες και το ανυπότακτο πνεύμα των ανθρώπων που παλεύουν να απελευθερώσουν τα στοιχεία εκείνα της κοινωνίας που μπορεί να πλάσουν έναν άλλο πολιτισμό.
Του Κωνσταντίνου Ζαγάρα
avgi.gr

Αποφθέγματα-Εντουάρντο Γκαλεάνο

Κάθε άνθρωπος είναι τόσο μικρός όσο ο φόβος που αισθάνεται και τόσο μεγάλος όσο ο εχθρός που επιλέγει.»
«Τα κράτη δεν ασχολούνται πλέον με την διοίκηση και αφοσώνονται στην αστυνόμευση. 
Οι πρόεδροι μετατρέπονται σε διαχειριστές ξένων εταιριών. 
Οι Υπουργοί Οικονομικών είναι καλοί διερμηνείς.
Οι βιομήχανοι μετατρέπονται σε εισαγωγείς.
Οι πολλοί εξαρτώνται ολοένα περισσότερο από τα περισσεύματα των λίγων.
Οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους.
Οι αγρότες χάνουν την γη τους.
Τα παιδιά χάντουν την παιδική τους ηλικία.
Οι νέοι χάνουν την επιθυμία να πιστεύουν.
Οι ηλικιωμένοι χάνουν την σύνταξή τους.» 
Η ζωή είναι λαχείο» ισχυρίζονται όσοι κερδίζουν»




lefterianews