Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Bραβείο Νόμπελ; Όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω

Είναι πραγματικά εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης επιχειρούν να μαγαρίσουν και να βγάλουν στην αγορά αρχέτυπες χειρονομίες ανθρωπιάς, μεταξύ άλλων και εκείνη των γιαγιάδων της Συκαμνιάς Λέσβου που αγκάλιασαν τους κατατρεγμένους και τους κυνηγημένους. Απώτερος στόχος η εσωτερίκευση από τους ανθρώπους της ηθικής της αγοράς. Κάνουμε κάτι, προσφέρουμε κάτι, εφόσον έχει υλική ανταπόδοση και «ηθική» αμοιβή.
Εξάλλου αυτό είναι «επιλέξιμο», όπως εννοιολογείται στην αργκό των ευρωπαϊκών προγραμμάτων κάθε ενέργεια (ατομική ή ομαδική) που οφείλει να συγκλίνει με την φιλοσοφία της αγοράς για να χρηματοδοτηθεί. Από αυτή την οπτική οι υμνητές της αγοράς που θέλουν να δώσουν το βραβείο Νόμπελ στις «γιαγιάδες» θα ήθελαν να τις εντάξουν επίσης σε ένα πρόγραμμα του ΕΣΠΑ, όπως είναι ενταγμένες οι περισσότερες ΜΚΟ και άλλες εθελοντικές οργανώσεις. Η έγνοια τους είναι μία και μοναδική. Μη μείνει τίποτα ανέπαφο, ας πούμε στην προκαπιταλιστική ηθική της Moral Economy, μη μείνει τίποτα χωρίς τιμή.
Αφού η ανθρώπινη εργασία απέκτησε τιμή και το προϊόν του ανθρώπινου μόχθου εμπορευματοποιήθηκε, όπως το περιγράφει ο K. Polanyiστο Μεγάλο Μετασχηματισμό, δεν μπορεί η πηγαία και εσώτερη ανάγκη για συμπαράσταση στον συνάνθρωπο, που είναι ο δικός μας άνθρωπος, να μην έχει τιμή.
Εκεί λοιπόν που οι άνθρωποι μάθαιναν αναντάμ παπαντάμ να «ανοίγουν την πόρτα το βράδυ» και να «στρώνουν το τραπέζι στους θλιμμένους της γης» όπως το εξυμνούσε ο ποιητής, έρχονται οι μηχανισμοί της αγοράς (ακουμπώντας και στις δικές μας ενοχές γι’ αυτό που οφείλαμε να κάνουμε και το αφήσαμε πάλι σε άλλους) να αποικιοποιήσουν και τις πιο μύχιες διαθέσεις που καθοδηγούν τις πράξεις και εξανθρωπίζουν το ανθρώπινο είδος. Τις διαθέσεις για βοήθεια και αλληλεγγύη στους συνανθρώπους μας που στο κάτω-κάτω όλες οι θρησκείες του κόσμου διατρανώνουν ως οικουμενικό και πανανθρώπινο καθήκον.

Όσο για τους φιλάνθρωπους κ.ά. που συρρέουν κατά εκατοντάδες στα νησιά μάλλον περισσότερο ντόρο κάνουν παρά συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Να τους αναγνωρίσουμε λοιπόν το «άδολο» της προσφοράς, παρόλο που και αυτό δεν αφορά όλους και όλες (ΜΚΟ κ.ά.). Και όμως πέντε-έξη κρατικά συνεργεία των 20-30 ατόμων (με διασώστες, γιατρούς κ.λπ.) (ας είναι και της ΕΟΚ) με τον αντίστοιχο εξοπλισμό και δυο-τρία πλοία να περιπολούν λίγο πιο έξω από τις ελληνικές ακτές, όχι όμως για να απωθήσουν (βλ. FRONTEX) αλλά για να διασώζουν ανθρώπους, όπως γίνεται στους σεισμούς, στους καταποντισμούς, στις φυσικές καταστροφές θα μπορούσαν να ελέγξουν και να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά το πρόβλημα.

Να λοιπόν που η κίνηση για την απόδοση του βραβείου Νόμπελ έρχεται «να βγάλει στο σφυρί» και τα τελευταία αποθέματα ανθρωπιάς, που έμεναν εκτός αγοράς, προσβάλλοντας τον ίδιο τον πυρήνα των ανθρώπινων σχέσεων. Ωστόσο η κίνηση αυτή, προσβάλλει βαθιά τόσο τις «γιαγιάδες της Συκαμνιάς» (παιδιά και εγγόνια της προσφυγιάς του ΄22) όσο και τους κυνηγημένους ανθρώπους, καθώς το βραβείο Νόμπελ έχει δοθεί επίσης σε αυτούς που βομβαρδίζουν, σκοτώνουν, καταστρέφουν και διώχνουν τους ανθρώπους από τα σπίτια τους και τις πατρίδες τους.

Αν με την επιβράβευση προωθείται σε ηθικό επίπεδο η ανθρωπολογική μετάλλαξη (όπως το έθετε ο K. Polanyi), στο επίπεδο των εφαρμοσμένων πολιτικών νομιμοποιείται μέσα από την προβολή της ατομικής πρωτοβουλίαςκαι της «ριψοκίνδυνη» δράσης του ενός (τις περισσότερες φορές με το αζημίωτο) η απόσυρση του κράτους και η εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών. Αυτή η ιδεολογική προβολή φαίνεται πως είναι άκρως αναγκαία για να υποσκαφτεί κάθε έννοια κοινωνικής αλληλεγγύης που υπήρχε στην κοινωνική ασφάλιση, στην υγεία, στην εκπαίδευση, στις μεταφορές κ.ά.

Κατά κάποιο τρόπο ο εκθειασμός της ατομικής δράσης (και η επιβράβευση της με Νόμπελ) έρχεται να νομιμοποιήσει ακραιφνείς νεοφιλελεύθερες πρακτικές (πιο περιεκτικός είναι ο όρος καπιταλιστικές) που προωθούν οι ζηλωτές της «αριστερής» κυβέρνησης. Η κατεδάφιση των συντάξεων, η κεφαλαιοποίηση των επικουρικών συντάξεων, η ανάληψη της εκπαίδευσης, της πρόνοιας, της διάσωσης, από τις ΜΚΟ και τον «τρίτο τομέα» κ.ο.κ., θα είναι μόνο η αρχή.

Και όμως αυτές οι πολιτικές έχουν προετοιμαστεί «επιστημονικά» (ιδεολογικά) εδώ και χρόνια όταν οι διαλαλητές του κοσμοπολίτικου σοσιαλφιλελευθερισμού, μεταξύ άλλων ο A. Giddens, oU. Beck κ.ά., μας πρότειναν να ξαναφτιάξουμε τη βιογραφία μας, καθώς στις κοινωνίες του Τρίτου Δρόμου (των νέων Εργατικών και του σοσιαλφιλελευθερισμού) όπου αποθεώνεται η αγορά και ο κοινωνικός δαρβινισμός «οφείλεις να κοιμηθείς όπως έστρωσες» (U. Beck).

Και από πίσω η «ντόπια διανόηση» να κάνει ημερίδες και συνέδρια υπό την αιγίδα και την χρηματοδότηση ευαγών ιδρυμάτων της Ε.Ε. και των ΗΠΑ «για το τι θέλει να πει ο ποιητής;». Να «διυλίζουν τον κώνωπα» για να ανακαλύψουν το υποκειμενικό νόημα της ανεργίας, της φτώχειας, της κοινωνικής έκπτωσης, ως η μαζική ανεργία ενάμιση εκατομμ. ανθρώπων να μπορεί να εξηγηθεί ατομικά. Ως να ευθύνονται για την ανεργία οι ατομικές αστοχίες και όχι η κοινωνική οργάνωση της εργασίας; Σε «δουλειά να βρισκόμαστε» ή,όπως το έλεγε B. Brecht«οι χορτασμένοι μιλούν για τους πεινασμένους».

Όσο για τις «γιαγιάκες» της Συκαμνιάς ας μη σκοτίζονται ιδιαίτερα οι ευαγγελιστές της αγοράς. Ήδη αυτές με την χειρονομία τους πήραν πίσω αυτό που ήθελαν, καθώς συντρόφεψαν «τον πόνο, του κόσμου αδερφό». Δεν πειράζει λοιπόν αν τις αφήσουμε χωρίς Νόμπελ και εκτός ΕΣΠΑ.

Θανάσης Αλεξίου
Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Ατέχνως